„θείο“: ουδέτερο θείο [ˈθio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwefel Schwefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m θείο χημεία | Chemieχημ θείο χημεία | Chemieχημ