„θεάρεστος“ θεάρεστος [θeˈarestos], θεάρεστη, θεάρεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gottgefällig gottgefällig θεάρεστος θεάρεστος