„θαυμάζω“: μεταβατικό ρήμα θαυμάζω [θavˈmazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) bewundern bewundern θαυμάζω θαυμάζω