„θαλασσοπούλι“: ουδέτερο θαλασσοπούλι [θalasoˈpuli]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seevogel Seevogelαρσενικό | Maskulinum, männlich m θαλασσοπούλι θαλασσοπούλι