„θαλασσοπορία“: θηλυκό θαλασσοπορία [θalasopoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seefahrt Seefahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f θαλασσοπορία θαλασσοπορία