„θαλασσοπνίγομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα θαλασσοπνίγομαι [θalasoˈpniɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in Seenot sein in Seenot sein θαλασσοπνίγομαι θαλασσοπνίγομαι