θαλασσινά
[θalasiˈna]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Meeresfrüchteπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplθαλασσινάθαλασσινά
examples
- θαλασσινά σε κονσέρβαFischkonserveθηλυκό | Femininum, weiblich f