„θαλασσαετός“: αρσενικό θαλασσαετός [θalasaeˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Seeadler Seeadlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m θαλασσαετός θαλασσαετός