θίγω
[ˈθiɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beleidigen, kränken, verletzenθίγω προσβάλλωθίγω προσβάλλω
- anschneiden, ansprechenθίγω θέμαθίγω θέμα