„ηχομόνωση“: θηλυκό ηχομόνωση [ixoˈmonosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schallisolierung Schallisolierungθηλυκό | Femininum, weiblich f ηχομόνωση ηχομόνωση