„ηχομονωτικός“ ηχομονωτικός [ixomonotiˈkos], ηχομονωτική, ηχομονωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schalldämmend schalldämmend ηχομονωτικός ηχομονωτικός