„ηχοληψία“: θηλυκό ηχοληψία [ixoliˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ηχοληψία → see „ηχογράφηση“ ηχοληψία → see „ηχογράφηση“