ηχολήπτης
[ixoˈliptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Toningenieurαρσενικό | Maskulinum, männlich mηχολήπτης μουσTontechnikerαρσενικό | Maskulinum, männlich mηχολήπτης μουσηχολήπτης μουσ