„ηχηρός“ ηχηρός [içiˈros], ηχηρή, ηχηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schallend, tönend, stimmhaft schallend, tönend ηχηρός ηχηρός stimmhaft ηχηρός γραμματική | Grammatikγραμμ ηχηρός γραμματική | Grammatikγραμμ