„ηρεμώ“: μεταβατικό ρήμα ηρεμώ [ireˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beruhigen beruhigen ηρεμώ κάνω ήρεμο ηρεμώ κάνω ήρεμο „ηρεμώ“: αμετάβατο ρήμα ηρεμώ [ireˈmo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich beruhigen sich beruhigen ηρεμώ ησυχάζω ηρεμώ ησυχάζω examples ηρέμησε! beruhige dich! ηρέμησε!