„ηπιότητα“: θηλυκό ηπιότητα [ipiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sanftheit, Milde Sanftheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ηπιότητα Mildeθηλυκό | Femininum, weiblich f ηπιότητα ηπιότητα