ημιχρόνιο
[imiˈxronio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, ημίχρονο [iˈmixrono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Halbzeitθηλυκό | Femininum, weiblich fημιχρόνιο αθλητισμός | Sportαθλημιχρόνιο αθλητισμός | Sportαθλ
examples
- στο πρώτο ημίχρονοin der ersten Halbzeit, vor dem Seitenwechsel
- στο δεύτερο ημίχρονοin der zweiten Halbzeit, nach dem Seitenwechsel