„ημιρυμουλκούμενο“: ουδέτερο ημιρυμουλκούμενο [imirimulˈkumeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Auflieger Aufliegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ημιρυμουλκούμενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ ημιρυμουλκούμενο αυτοκίνητο | Autoαυτοκ