„ηλιοφάνεια“: θηλυκό ηλιοφάνεια [iʎoˈfania]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenschein Sonnenscheinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλιοφάνεια ηλιοφάνεια