„ηλιοστάσιο“: ουδέτερο ηλιοστάσιο [iʎoˈstasio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenwende Sonnenwendeθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλιοστάσιο ηλιοστάσιο