„ηλιοκαμένος“ ηλιοκαμένος [iʎokaˈmenos], ηλιοκαμένη, ηλιοκαμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gebräunt, braun gebrannt (sonnen)gebräunt, braun gebrannt ηλιοκαμένος ηλιοκαμένος