„ηλιοβασίλεμα“: ουδέτερο ηλιοβασίλεμα [iʎovaˈsilema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenuntergang Sonnenuntergangαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηλιοβασίλεμα ηλιοβασίλεμα