„ηλιθιότητα“: θηλυκό ηλιθιότητα [iliθiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Idiotie Idiotieθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλιθιότητα ηλιθιότητα