„ηλιέλαιο“: ουδέτερο ηλιέλαιο [iliˈeleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonnenblumenöl Sonnenblumenölουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλιέλαιο ηλιέλαιο