„ηλεκτροσκόπιο“: ουδέτερο ηλεκτροσκόπιο [ilektroˈskopio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Elektroskop Elektroskopουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτροσκόπιο ηλεκτροσκόπιο