„ηλεκτρονόμος“: αρσενικό ηλεκτρονόμος [ilektroˈnomos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Relais Relaisουδέτερο | Neutrum, sächlich n ηλεκτρονόμος ηλεκτρονόμος