„ηλίθιος“: επίθετο, ως επίθετο ηλίθιος [iˈliθios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ηλίθια, ηλίθιο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) idiotisch idiotisch ηλίθιος ηλίθιος „ηλίθιος“: αρσενικό και θηλυκό ηλίθιος [iˈliθios]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Idiot Idiotαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλίθιος ηλίθιος examples ηλίθιε!/ηλίθια! du Idiot! ηλίθιε!/ηλίθια!