„ηθοποιία“: θηλυκό ηθοποιία [iθopiˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schauspielkunst Schauspielkunstθηλυκό | Femininum, weiblich f ηθοποιία ηθοποιία