„ηθικολόγος“: αρσενικό ηθικολόγος [iθikoˈloɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Moralapostel Moralapostelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ηθικολόγος ηθικολόγος