ηδονή
[iðoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Genussαρσενικό | Maskulinum, männlich mηδονή βαθιά ευχαρίστησηηδονή βαθιά ευχαρίστηση
- Lustθηλυκό | Femininum, weiblich fηδονή σαρκικήηδονή σαρκική
examples
- ηδονή συνταύτισης ψυχολογία | PsychologieψυχολErsatzbefriedigungθηλυκό | Femininum, weiblich f