„ζωοτροφή“: θηλυκό ζωοτροφή [zootroˈfi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Viehfutter Viehfutterουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζωοτροφή ζωοτροφή