ζωηρότητα
[zoiˈrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lebhaftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fζωηρότητα ζωντάνιαζωηρότητα ζωντάνια
- Intensitätθηλυκό | Femininum, weiblich fζωηρότητα χρώματοςζωηρότητα χρώματος