„ζωηρός“ ζωηρός [zoiˈros], ζωηρή, ζωηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) lebhaft, intensiv, kräftig, rege, ungezogen lebhaft ζωηρός άνθρωπος ζωηρός άνθρωπος intensiv, kräftig ζωηρός χρώμα ζωηρός χρώμα rege ζωηρός κίνηση ζωηρός κίνηση ungezogen ζωηρός παιδί ζωηρός παιδί