ζουλίζω
[zuˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα/-ιξα; -ήχτηκα; -ιγμένος> ζουλώ [zuˈlo] <-άς; -ησα/-ηξα; -ηχτηκα; -ηγμένος>μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- drückenζουλίζω πατώζουλίζω πατώ
- zusammenpressen, zerdrückenζουλίζω πιέζωζουλίζω πιέζω
- zerquetschenζουλίζω συνθλίβωζουλίζω συνθλίβω
- auspressenζουλίζω φρούτοζουλίζω φρούτο
- einquetschenζουλίζω δάχτυλοζουλίζω δάχτυλο