„ζητιανιά“: θηλυκό ζητιανιά [zitiaˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Betteln Bettelnουδέτερο | Neutrum, sächlich n ζητιανιά ζητιανιά