ζημιώνομαι
[zimiˈonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- geschädigt werdenζημιώνομαι βλάπτομαιζημιώνομαι βλάπτομαι
- Verluste erleiden (από durch)ζημιώνομαι υφίσταμαι απώλειεςζημιώνομαι υφίσταμαι απώλειες