ζηλεύω
[ziˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εψα; -εμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- beneiden (κάποιον για κάτι jemanden um etwas)ζηλεύω φθονώζηλεύω φθονώ
- eifersüchtig sein (αιτιατική | Akkusativakk auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ζηλεύω σύντροφοζηλεύω σύντροφο