ζαχαροπλαστείο
[zaxaroplasˈtio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Konditoreiθηλυκό | Femininum, weiblich fζαχαροπλαστείοζαχαροπλαστείο
- Caféουδέτερο | Neutrum, sächlich nζαχαροπλαστείο καφετέριαζαχαροπλαστείο καφετέρια