„ζαχαρίνη“: θηλυκό ζαχαρίνη [zaxaˈrini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Süßstoff Süßstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζαχαρίνη ζαχαρίνη