„ζαφείρι“: ουδέτερο ζαφείρι [zaˈfiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Saphir Saphirαρσενικό | Maskulinum, männlich m ζαφείρι ζαφείρι