„ζαρωματιά“: θηλυκό ζαρωματιά [zaromaˈtja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Falte, Runzel Falteθηλυκό | Femininum, weiblich f ζαρωματιά Runzelθηλυκό | Femininum, weiblich f ζαρωματιά ζαρωματιά