ζαβολιά
[zavoˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Mogeleiθηλυκό | Femininum, weiblich fζαβολιά στο παιχνίδιSchummeleiθηλυκό | Femininum, weiblich fζαβολιά στο παιχνίδιζαβολιά στο παιχνίδι
- Streichαρσενικό | Maskulinum, männlich mζαβολιά φάρσα, αταξίαζαβολιά φάρσα, αταξία