εύρος
[ˈevros]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spannweiteθηλυκό | Femininum, weiblich fεύροςεύρος
examples
- εύρος διακύμανσηςSchwankungsbreiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εύρος ζώνηςBandbreiteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- εύρος προϊόντωνProduktpaletteθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples