„εύπορος“ εύπορος [ˈefporos], εύπορη, εύποροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vermögend, wohlhabend, betucht vermögend, wohlhabend, betucht εύπορος εύπορος