„εύκρατος“ εύκρατος [ˈefkratos], εύκρατη, εύκρατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gemäßigt gemäßigt εύκρατος κλίμα εύκρατος κλίμα