„εύθυμος“ εύθυμος [ˈefθimos], εύθυμη, εύθυμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fröhlich, heiter, lustig fröhlich, heiter, lustig εύθυμος εύθυμος