„εχθροπραξία“: θηλυκό εχθροπραξία [exθropraˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kampfhandlung Kampfhandlungθηλυκό | Femininum, weiblich f εχθροπραξία εχθροπραξία