„εχθρεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα εχθρεύομαι [exˈθrevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verfeinden sich verfeinden εχθρεύομαι εχθρεύομαι „εχθρεύομαι“: μεταβατικό ρήμα εχθρεύομαι [exˈθrevome]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anfeinden anfeinden εχθρεύομαι εχθρεύομαι