„εφοπλιστής“: αρσενικό εφοπλιστής [efoplisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Reeder Reederαρσενικό | Maskulinum, männlich m εφοπλιστής εφοπλιστής