„εφημερεύω“: αμετάβατο ρήμα εφημερεύω [efimeˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Notdienst haben Notdienst haben εφημερεύω εφημερεύω